εκτραχηλισμός

εκτραχηλισμός
ο (AM ἐκτραχηλισμός)
εκτροπή σε αναίσχυντες πράξεις, αποχαλίνωση, αναίσχυντες πράξεις
νεοελλ.
1. απογύμνωση τού τραχήλου ή και τού στήθους
2. μία από τις λαβές τού κεφαλιού κατά την πάλη, το κεφαλοκλείδωμα
μσν.
αποκεφαλισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκτραχηλισμός — ο 1. μτφ., αποχαλίνωση, ηθική παρεκτροπή, ξετσίπωμα. 2. στον πληθ., εκτραχηλισμοί αναίσχυντες, απρεπείς πράξεις. 3. μία από τις λαβές του κεφαλιού στην πάλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκτραχηλισμούς — ἐκτραχηλισμός beheading masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτραχηλισμόν — ἐκτραχηλισμός beheading masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ξετραχηλισμός — ο [ξετραχηλίζω] 1. το άνοιγμα τού ντεκολτέ ενός ενδύματος, ώστε να μένει ακάλυπτος ο τράχηλος, ο λαιμός 2. μτφ. εκτραχηλισμός …   Dictionary of Greek

  • παρεκτροπή — ή, ΝΑ [παρεκτρέπω] 1. (για ποτάμι) εκτροπή, στροφή 2. μτφ. α) παρέκκλιση από την ευθεία οδό, παραστράτισμα, παραστράτημα, εκτραχηλισμός, ηθικό σφάλμα, ατόπημα β) παραφορά, αφηνιασμός, τρέλα νεοελλ. 1. ναυτ. η εσφαλμένη παρέκκλιση τής μαγνητικής… …   Dictionary of Greek

  • αποχαλίνωση — η αφαίρεση κάθε χαλινού, εκτραχηλισμός, ακολασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”